μειλιχιότητα

μειλιχιότητα
η [μειλίχιος]
1. η ιδιότητα τού μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μειλιχιότητα — η πραότητα, γλυκύτητα, ηπιότητα, ηρεμία: Η μειλιχιότητα του μοναχού ενέπνεε εμπιστοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλακότητα — η (AM μαλακότης, ητος) [μαλακός] 1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.) 2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα αρχ. 1. αδυναμία, ασθενικότητα 2. φρ. «μαλακότης τοῡ κλίματος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”